τρωγλοδυτισμός

τρωγλοδυτισμός
ο, Ν
ο τρωγλοδυτικός βίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρωγλοδύτης + κατάλ. -ισμός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τρωγλοδυτισμός — ο το να ζει κανείς σαν τρωγλοδύτης, η τρωγλοδυτική ζωή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”